σκουπιδιάρης

σκουπιδιάρης
ο , σκουπιδιάρα и σκουπιδιάρισσα η
1) дворни|к, -чиха; 2) мусорщик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκουπιδιάρης" в других словарях:

  • σκουπιδιάρης — ο, θηλ. σκουπιδιάρα, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμά του το σκούπισμα τών δρόμων και τη συλλογή τών σκουπιδιών, τών απορριμμάτων, οδοκαθαριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. μεροκαματ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • σκουπιδιάρης — ο αυτός που μαζεύει τα σκουπίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • κοπρολόγος — ο (Α κοπρολόγος, ον) νεοελλ. 1. βωμολόχος, αισχρολόγος 2. αυτός που γράφει κακοήθη αναγνώσματα ή έργα αισχρού περιεχομένου αρχ. 1. αυτός που μαζεύει την κοπριά 2. οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης 3. βρόμικος, ακάθαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) +… …   Dictionary of Greek

  • σκουπιδάς — ο, Ν σκουπιδιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + κατάλ. άς (πρβλ. ψωμ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σκουπιδιάρικος — η, ο, Ν [σκουπιδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκουπιδιάρη ή στα σκουπίδια 2. το ουδ. ως ουσ. το σκουπιδιάρικο όχημα αποκομιδής τών απορριμμάτων από τους δρόμους, το απορριμματοφόρο …   Dictionary of Greek

  • σκουπιδιαραίοι — οι, Ν πληθ. σκουπιδιάρηδες, οδοκαθαριστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπιδιάρης + περιληπτ. κατάλ. αίοι (πρβλ. νοικοκυρ αίοι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»